- μονόκερω
- μονόκερω̆ , μονόκερωςwith but one hornmasc/fem/neut nom/voc/acc dualμονόκερω̆ , μονόκερωςwith but one hornmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μονόκερῳ — μονόκερῳ̆ , μονόκερως with but one horn masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοκέρῳ — μονόκερως with but one horn masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκερων — μονόκερω̆ν , μονόκερως with but one horn masc/fem/neut gen pl μονόκερω̆ν , μονόκερως with but one horn masc/fem acc sg μονόκερω̆ν , μονόκερως with but one horn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόκερως — μονόκερω̆ς , μονόκερως with but one horn adverbial μονόκερω̆ς , μονόκερως with but one horn masc/fem nom pl μονόκερω̆ς , μονόκερως with but one horn masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ροζέτα — και Ροζέττα και Ροζέττη και Ρωσέττη, η, Ν φρ. α) «Νεφέλωμα Ροζέτας» αστρ. πολύ εκτεταμένο διεσπαρμένο νεφέλωμα στον αστερισμό τού Μονόκερω β) «Στήλη Ροζέττας [ή Ροσέττης]» αρχαιολ. ενεπίγραφος λίθος ακανόνιστου σχήματος, από μαύρο βασάλτη, που… … Dictionary of Greek
λαγωός — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek
λαγώος — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου που βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς του Ωρίωνος, του Ηριδανού, του Γλυφείου, της Περιστεράς, του Μεγάλου Κυνός και του Μονόκερω. Ο λαμπρότερος αστέρας του, ο α ή Αρνέμπ με μέγεθος 2,58,… … Dictionary of Greek